- κραδασμός
- ο1) сотрясение; вибрация; 2) колебание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κραδασμός — vibration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδασμός — ο (AM κραδασμός) [κραδαίνω] δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῑς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.) νεοελλ. 1. η παλμική κίνηση τού σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή… … Dictionary of Greek
κραδασμός — ο κλονισμός, δόνηση, τράνταγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… … Dictionary of Greek
κραδασμῷ — κραδασμός vibration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδασμόν — κραδασμός vibration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… … Dictionary of Greek
δόνηση — Περιοδική παλμική κίνηση υψηλής συχνότητας ενός σώματος. Για μικρές συχνότητες προτιμάται ο όρος ταλάντωση. Όταν ένα σώμα δονείται, στην ιδιοσυχνότητά του υπάρχουν ελεύθερες δ. Για να διατηρηθούν οι δ. αυτές και οι κυμάνσεις που προκαλούνται στο… … Dictionary of Greek
κατάσπασμα — κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ] 1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού 2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα … Dictionary of Greek
κράδανσις — κράδανσις, ἡ (Α) [κραδαίνω] κραδασμός τής γής, ο σεισμός … Dictionary of Greek
μετασάλεμα — το [μετασαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός … Dictionary of Greek